Τετάρτη 27 Αυγούστου 2014

Αυτό ήταν και φέτος! - γράφει ο Γιάννης Αποστόλογλου

Αυτό ήταν λοιπόν και το φετινό καλοκαίρι! Το φινάλε των διακοπών πλησιάζει για τους περισσότερους, οι ομπρέλες μαζεύτηκαν, οι ψάθες τυλίχθηκαν, παραμένοντας παρόλα ταύτα ετοιμοπόλεμες για κάποια ημερήσια εξόρμηση σε κάποια κοντινή παραλία, έτσι ώστε η προσαρμογή στην καθημερινότητα να γίνει ομαλά και σιγά σιγά! Ας βρούμε τη δύναμη να προσαρμοστούμε ξανά στους ρυθμούς της καθημερινότητας μας διότι έχω την υποψία πως οι καλοκαιρινές διακοπές, όσο ευχάριστες και αναγκαίες αν είναι, περισσότερο μας αποσυντονίζουν παρά βοηθούν στην εξασφάλιση και διατήρηση της ισορροπία μας.
Αυτό τον χειμώνα ας έρθουμε λίγο πιο κοντά μ’ ανθρώπους που ξεχνάμε ότι είναι δίπλα μας και που έχουν την ανάγκη μας, να γίνουμε παρέα, να ανεχτούμε και να κουβεντιάσουμε, χωρίς να συσσωρεύσουμε άγχη και αδιέξοδα. Η ελπίδα μου είναι, ο χειμώνας που θα έρθει να είναι ομορφότερος, δημοκρατικότερος και πιο δημιουργικός για την κοινωνία και για την πατρίδα μας.
Και μιας που είπα ελπίδα, επιτρέψτε μου να σας πω ένα παραμύθι που έρχεται από τους παλιούς μας παππούδες, εκείνους τους σοφούς.
Λέει ο μύθος λοιπόν, πως στα πολύ παλιά χρόνια, ο κόσμος, ήταν τελείως διαφορετικός απ’ ότι είναι σήμερα. Οι άνθρωποι του καιρού περνούσαν πολύ δύσκολα καθώς οι θεοί είχαν κρατήσει ένα πολύ μεγάλο αγαθό για την πάρτη τους. Τη φωτιά. Όπως καταλαβαίνετε η στέρηση εκείνη τους έκανε την ζωή πολύ δύσκολη. Τότε εμφανίστηκε στο προσκήνιο ένα πρόσωπο, που μπορεί να ειπωθεί πως ήταν ο πρώτος αναρχικός της ιστορίας, καθώς σήκωσε μπαϊράκι και αμφισβήτησε την εξουσία των θεών. Ο φιλάνθρωπος Προμηθέας. Πονηρός και έξυπνος όπως ήτανε, έκλεψε από τους θεούς τη φωτιά και την έδωσε στους ανθρώπους. Τότε ο Δίας, όπως ήταν φυσικό εξοργίσθηκε από την κλεψιά και αποφάσισε να τιμωρήσει τον αντάρτη Προμηθέα και όλο του το σινάφι. Φώναξε λοιπόν τον Ήφαιστο και του παράγγειλε να φτιάξει μια χάλκινη πανέμορφη και πανωραία κοπέλα, που στην όψη της να μην μπορεί να αντισταθεί κανείς.
Ο Ήφαιστος κλειδαμπαρώθηκε στο εργαστήριό του, κάπου στα απάτητα βουνά της Λήμνου. Για πολλές μέρες δεν ξεμύτισε στον έξω κόσμο. Μετά από μέρες και νύχτες ασταμάτητης δουλειάς και δοκιμών, ο ‘Ήφαιστος βγήκε από τη σπηλιά του, και πήγε στον Δία για να του παρουσιάζει την δουλειά του, το άγαλμα μιας μικρής κοπέλας, που θάμπωσε ακόμα και τον μέγιστο των θεών. Κατόπιν, φώναξε όλους τους υπόλοιπους θεούς και τους πρόσταξε να κάνουν όλοι από ένα δώρο στην κοπέλα, να την προικίσουν, να της κάνουν από ένα πολύτιμο δώρο ο καθένας.
Η Αθηνά της χάρισε εξυπνάδα, η Αφροδίτη χάρη, η Ήρα αξιοπρέπεια και ευγένεια στην εμφάνιση, η Άρτεμη δύναμη και ευλυγισία. Και όλοι οι άλλοι θεοί από ένα πολύτιμο δώρο.
Τελευταίος ο Δίας άγγιξε το χέρι της χάλκινης κοπέλας και της χάρισε το πολυτιμότερο αγαθό στον κόσμο, το δώρο της ζωής και την βάφτισε Πανδώρα ενώ στη συνέχεια την εμπιστεύτηκε στον Ερμή και την έστειλε στη γη.
Ο Ερμής την πήγε κατ ευθείαν στον Προμηθέα. Ο Προμηθέας που ήταν προνοητικός δίχως να τη δει αρνήθηκε να τη δεχτεί. Τότε ο Ερμής πήγε την Πανδώρα στον Επιμηθέα, τον αδερφό του Προμηθέα, λέγοντάς του πως η Πανδώρα είναι δώρο του Δία για να δείξει πόσο μεγάλη είναι η αγάπη που αυτός τρέφει για όλους τους ανθρώπους.
Ο Επιμηθέας κοίταξε την Πανδώρα και έμεινε άναυδος από την ομορφιά της. Ήταν καταπληκτικά όμορφη και εξέπεμπε γλυκύτητα και αθωότητα που δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα του έφερνε ποτέ κακό και έτσι την δέχτηκε. Κατόπιν ο Ερμής έδωσε στον Επιμηθέα ένα μεγάλο ξύλινο κουτί τονίζοντας πως επίσης είναι δώρο από τον Δία, αλλά δεν πρέπει ποτέ χωρίς την άδεια του πατέρα των θεών και των ανθρώπων.
Ο Επιμηθέας και η Πανδώρα άρχισαν να ζουν μαζί ευτυχισμένοι όσο κανένα άλλα ζευγάρι. Μια μέρα όμως που η Πανδώρα είχε μείνει ολομόναχη στο σπίτι, τα μάτια της έπεσαν στο ξύλινο κουτί που ήταν ακουμπισμένο σε μια άκρη, και η περιέργεια αμέσως τρύπωσε στο μυαλό της.
Σε μια στιγμή, γονάτισε μπροστά και βάλθηκε να εξετάζει τα περίτεχνα σκαλίσματα που κοσμούσαν το σκέπασμά του.
Τα δάχτυλά της άγγιξαν το σκέπασμα και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα το ανασήκωσε και ξαφνικά, πριν προλάβει να το κλείσει αμέσως, κάτι τρομερό, κάτι που έμοιαζε με μαύρο σύννεφο, βγήκε μέσα από το κουτί και κατέκλυσε όλη την πλάση γύρω της.
Ο κόσμος γέμισε δυστυχία και μιζέρια, αρρώστιες, στεναχώριες θλίψη, κακίες, άρχισαν να βγαίνουν και ν’ απλώνονται σ όλον τον κόσμο.
Η Πανδώρα το ξανακλείδωσε αλλά ήταν πλέον πολύ αργά. Η ζημιά είχε γίνει.
Η Πανδώρα σκέπασε με φρίκη και οδύνη το πρόσωπό της και ξέσπασε σε σπαρακτικούς λυγμούς. Εκεί που έκλαιγε άκουσε ξαφνικά μέσα από το κουτί ένα ελαφρό και γλυκό θρόισμα, σαν μια απαλή ανάσα που αντηχούσε στα αυτιά της σαν ένα παιδικό τραγούδι.
Ήταν η ελπίδα! Υπήρχε και αυτή μέσα στο κουτί...